- ορέσβιος
- ὀρέσβιος, -ον (Α)βλ. ὀρεσίβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὀρέσβιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέσβιος — living on mountains masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέσβιον — ὀρέσβιος living on mountains masc/fem acc sg ὀρέσβιος living on mountains neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρέσβιον — Ὀρέσβιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Oresbivs — ORESBIVS, i, Gr. Ὀρέσβιος, ου, ein Böotier, von Hyla, der insonderheit einen guten Reichthum zusammen zu bringen bemühet war, sein Leben aber vor Troja, durch Hektors Hand, verlor. Homer. Il. Ε. v. 707 … Gründliches mythologisches Lexikon
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ορεσίβιος — α, ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, ον, Α και ὀρέσβιος, ον) αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι / ὀρεσ (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος)] … Dictionary of Greek
ορεσκώος — ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος 2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό ὀρεσ (< ὄρος* [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek